- ἀφθόνους
- ἄφθονοςwithout envymasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύκαρπος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Σμύρνης. Ήταν μαθητής του ευαγγελιστή Ιωάννη. Επίσκοπος Σμύρνης έγινε στο δεύτερο μισό της βασιλείας του Τραϊανού. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο, όταν ήταν ανθύπατος ο Στάτιος Κοδράτος. Έχει… … Dictionary of Greek
обильныи — (18) пр. 1.Богатый, отличающийся достатком, изобилием: Оуне вьсего довълъ имѣи. ѹстѹпаи же б҃ѹ пешти сѧ ѡ немь. да бѹдеши въинѹ обильнъ. Изб 1076, 65 об.; придоша рѹсь. чюдь. словенѣ. кривичи. къ варѧгомъ рѣша. землѧ наша велика и ѡбилна. а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Τρωγλοδύτες — Άνθρωποι που ζούσαν την προϊστορική περίοδο, αλλά και σήμερα σε αρκετές περιπτώσεις, σε φυσικά κοιλώματα. Τ. ονόμαζαν και στην αρχαία εποχή λαούς με κατώτερη ανάπτυξη που ζούσαν σε τρώγλες. Ο Ηρόδοτος (Δ 183) αναφέρει τα εξής για τους τ. Αιθίοπες … Dictionary of Greek
άνιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Δήλου και γιος του Αινεία και της Λαβίνιας,σύμφωνα με την παράδοση των Λατίνων μυθογράφων. Από τον γάμο του με τη Δωρίππη είχε αποκτήσει τρεις κόρες, τις λεγόμενες Οινοτρόπους, που προσέφεραν σε όσους ταξίδευαν… … Dictionary of Greek
αγριομανώ — (I) ( έω) (για φυτά) βγάζω άφθονους βλαστούς και φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αγρία + παραγωγ. κατάλ. – μανώ. ΠΑΡ. αγριομανητό]. (II) ( έω) (για τον άνεμο) προξενώ μεγάλη ταραχή, πνέω ορμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. άγριος + παραγωγική κατάληξη –… … Dictionary of Greek
αστράκι — Κοινή ονομασία φυτών με πλούσια ανθοφορία, στον τύπο της μαργαρίτας, των γενών αστήρ και καλλίστεφος, της οικογένειας των συνθέτων. Το όνομα α. οφείλεται στο γεγονός ότι το άνθος τους μοιάζει με άστρο. Μεταξύ των τριών αυτοφυών της ελληνικής… … Dictionary of Greek
ελονοσία — Εμπύρετη λοιμώδης νόσος που προκαλείται από πρωτόζωα παράσιτα του γένους πλασμώδιο και μεταδίδεται από κουνούπια του γένους ανωφελής. Προσβάλλει ανθρώπους και άλλα θηλαστικά, πτηνά, ερπετά κλπ. Τα παράσιτα της ε. έχουν δύο εξελικτικούς κύκλους:… … Dictionary of Greek
ευκαρποφόρος — εὐκαρποφόρος, ον (Μ) με άφθονους και ωραίους καρπούς … Dictionary of Greek
ευκαρπώ — εὐκαρπῶ, έω (Α) [εύκαρπος] παράγω άφθονους και ωραίους καρπούς, καρποφορώ («ἐν τοῑς εὐκαρποῡσι χωρίοις», Στράβ.) … Dictionary of Greek
ευσκάνδιξ — εὐσκάνδιξ, ικος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει άφθονους σκάνδικες, άφθονα μυρώνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σκάνδιξ «φραγκομαϊντανός, μυρώνι»] … Dictionary of Greek